- κολοιώδης
- κολοιώδηςdaw-likemasc/fem acc pl (attic epic doric)κολοιώδηςdaw-likemasc/fem nom/voc pl (doric aeolic)κολοιώδηςdaw-likemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κολοιώδης — κολοιώδης, ῶδες (Α) [κολοιός] 1. αυτός που μοιάζει με καλοιακούδα 2. αυτός που κάνει συντροφιά με τους ομοίους του («ζῷον οὐκ ἀγε λαῑόν ἐστιν οὐδὲ κολοιῶδες», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
κολοιώδη — κολοιώδης daw like neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κολοιώδης daw like masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κολοιώδης daw like masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολοιῶδες — κολοιώδης daw like masc/fem voc sg κολοιώδης daw like neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)